- κιθαριστής
- και κιθαρίστας, ὁ, θηλ. κιθαρίστρια (ΑΜ κιθαριστής, -οῡ, θηλ. κιθαρίστρια, Α και κιθαριστρίς) [κιθαρίζω]αυτός που παίζει κιθάρα (α. «ἄνδρες ἀοιδοὶ ἔασιν ἐπὶ χθόνα καὶ κιθαρισταί», Ησίοδ.β. «αὐλητρίδων, ψαλτριῶν, κιθαριστριῶν», Πολυδ.)αρχ.φρ. «κιθαριστὴς λίθος» — λίθος που βρισκόταν στα Μέγαρα και που ηχούσε, όταν τόν έπληττε κάποιος (Ανθ. Παλ.).
Dictionary of Greek. 2013.